κατηγορουμένους

κατηγορουμένους
κατηγορέω
speak against
pres part mp masc acc pl (attic epic doric)
κατηγορέω
speak against
pres part mp masc acc pl (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Νυρεμβέργη — (Nurnberg). Πόλη (486.400 κάτ. το 1999) της Γερμανίας, στο ομόσπονδο κρατίδιο της Βαυαρίας. Βρίσκεται στις όχθες του Πέγκνιτς, παραπόταμου του Μάιν στο κέντρο της μεγάλης λεκάνης της Μέσης Φραγκονίας που περικλείεται από τα υψώματα του Φρανκενχέε …   Dictionary of Greek

  • αισχροδικείο — το [*αισχροδίκης] παλαιό ειδικό δικαστήριο που δίκαζε τους κατηγορουμένους για αισχροκέρδεια* …   Dictionary of Greek

  • διομολογήσεις — Θεσμός χάρη στον οποίο οι Ευρωπαίοι που ήταν εγκατεστημένοι σε μία μη χριστιανική χώρα που δεσμευόταν με ειδικές διεθνείς συμφωνίες (τις δ.) απολάμβαναν διάφορα προνόμια και ειδικές ελευθερίες, που τους επέτρεπαν να παραμένουν ουσιαστικά υπό τη… …   Dictionary of Greek

  • κνούτο — το 1. μαστίγιο από δερμάτινες λουρίδες που απολήγουν σε μεταλλικά σφαιρίδια με το οποίο μαστίγωναν στη Ρωσία, από τον 16ο ώς τα μέσα τού 19ου αιώνα, εγκληματίες ή κατηγορουμένους για πολιτικά αδικήματα 2. η μαστίγωση με κνούτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρωσ …   Dictionary of Greek

  • σκαμνί — το / σκαμνίον, ΝΜ [σκάμνον] απλό ξύλινο κάθισμα χωρίς στήριγμα για τη ράχη νεοελλ. μτφ. 1. εδώλιο για τους κατηγορουμένους 2. φρ. «θα σέ καθίσω στο σκαμνί» θα σέ πάω στα δικαστήρια …   Dictionary of Greek

  • τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …   Dictionary of Greek

  • Αθεϊκά — Χαρακτηρισμός που επικράτησε να δίνεται στον κύκλο των επεισοδίων και των διωγμών που σημειώθηκαν στον Βόλο το 1908, με την ίδρυση του Ανώτερου Δημοτικού Παρθεναγωγείου και τη δημιουργία του Εργατικού Κέντρου Βόλου. Ο κύκλος έκλεισε με τη δίκη… …   Dictionary of Greek

  • αξινομαντεία — Έθιμο μαντείας κατά τον Μεσαίωνα. Έχει τις ρίζες του σε αρχαίες ειδωλολατρικές συνήθειες, ωστόσο διατηρήθηκε για μεγάλη χρονική περίοδο μέχρι που τελικά καταργήθηκε από την εκκλησία. Στην α. κατέφευγαν για να διαπιστώσουν αν κάποιος… …   Dictionary of Greek

  • βασανιστήρια — Όρος με τον οποίο δηλώνονται όλες οι πράξεις βίας ή φυσικού καταναγκασμού στο σώμα του κατηγορουμένου, για να αποσπαστεί η ομολογία ενός εγκλήματος ή στο σώμα ενός μάρτυρα για να εξασφαλιστεί μια αληθοφανής κατάθεση. Άγνωστα στην αρχαία Αίγυπτο,… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”